- ηθικολογώ
- (ε) αμετ. морализировать; читать мораль, нравоучения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηθικολογώ — βλ. πίν. 73 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ηθικολογώ — έω 1. μιλώ για ηθική, διδάσκω ηθική 2. σχολιάζω και κρίνω τις πράξεις τών άλλων από στενή ηθική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Νικόλαο Δραγούμη] … Dictionary of Greek
ηθικολογώ — ηθικολόγησα, μιλάω για ηθική με πνεύμα στενό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
ηθικεύομαι — (Α ηθικεύομαι) [ηθικός] μιλώ ηθικά, μιλώ περί ηθικής, ηθικολογώ νεοελλ. προσποιούμαι τον ηθικό … Dictionary of Greek